pillowcase

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pillowcase pillowcases

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pillowcase < pillow + case

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pillowcase (en)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]