pilotis
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pilotis < pilot + -is < pile < λατινική pila (κολόνα, στήλη) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂ǵ-- (επισκευάζω, ενισχύω)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pilotis (fr) αρσενικό
- o χοντρός ξύλινος πάσσαλος που χρησιμεύει στη η θεμελίωση σπιτιών στο νερό ή σε ασταθές έδαφος
- Bâtir sur pilotis.
- (αρχιτεκτονική) η πιλοτή, η πυλωτή