piosenka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | piosenka | piosenki |
γενική | piosenki | piosenek |
δοτική | piosence | piosenkom |
αιτιατική | piosenkę | piosenki |
οργανική | piosenką | piosenkami |
τοπική | piosence | piosenkach |
κλητική | piosenko | piosenki |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
piosenka (pl) θηλυκό
- το τραγούδι