piston

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
piston pistons

piston (fr) αρσενικό

  1. το έμβολο, το πιστόνι
  2. το μέσο, το πιστόνι
  3. τo ρουσφέτι, το βύσμα