placenta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
placenta (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pla.sɛ̃.ta/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
placenta | placentas |
placenta (fr) αρσενικό