plainte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

plainte < plaindre

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
plainte plaintes

plainte (fr) θηλυκό

  1. το παράπονο, το κλαψούρισμα, το βογκητό
  2. η μήνυση, η καταμήνυση

Συγγενικά[επεξεργασία]