plaisir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- plaisir < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
plaisir | plaisirs |
plaisir (fr) αρσενικό
- η ευχαρίστηση, η ηδονή, η απόλαυση, η χάρη
Παλαιά γαλλικά (fro)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
plaisir