planning
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- ο προγραμματισμός, ο σχεδιασμός, η ενέργεια του να προγραμματίζω/σχεδιάζω κάτι
- ↪ detailed/timely/basic planning - λεπτομερής/έγκαιρος/στοιχειώδης προγραμματισμός
- ↪ planning of the production process - σχεδιασμός της παραγωγικής διαδικασίας
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
planning (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του plan
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
planning | plannings |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
planning (fr) αρσενικό
- το πρόγραμμα, ο σχεδιασμός, το χρονοδιάγραμμα
- ο έλεγχος