poche
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
poche | poches |
poche (fr) θηλυκό
Δείτε επίσης : poché |
ενικός | πληθυντικός |
poche | poches |
poche (fr) θηλυκό