podium

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
podium podiums

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

podium (fr) αρσενικό

  1. το βήμα, το βάθρο, η εξέδρα
  2. η πασαρέλα