poison

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
poison poisons

Ετυμολογία [επεξεργασία]

poison < παλαιά γαλλική poison < λατινική potio

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

poison (en)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας poison
γ΄ ενικό ενεστώτα poisons
αόριστος poisoned
παθητική μετοχή poisoned
ενεργητική μετοχή poisoning

poison (en)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

poison < παλαιά γαλλική poison < λατινική potio

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pwa.zɔ̃/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
poison poisons

poison (fr)

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]