police

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: policé

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
police < λατινική politia < αρχαία ελληνική πολιτεία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
police police

police (en) (συνήθως πληθυντικός)

  • η αστυνομία
    The police have located the robbers.
    Η αστυνομία εντόπισε τους ληστές.

Παράγωγα

[επεξεργασία]
ενεστώτας police
γ΄ ενικό ενεστώτα polices
αόριστος policed
παθητική μετοχή policed
ενεργητική μετοχή policing

police (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
  1. police < λατινική politia < αρχαία ελληνική πολιτεία
  2. police < ιταλική polizza

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

police (fr) θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

police (fr) θηλυκό

  1. συμβόλαιο, έγγραφο που πιστοποιεί κάποιο συμβόλαιο
  2. γραμματοσειρά
     συνώνυμα: police de caractères

Συγγενικά

[επεξεργασία]