portée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
portée portées

portée (fr) θηλυκό

  1. η εμβέλεια
  2. (μουσική) το πεντάγραμμο