portugalski

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

portugalski (pl) αρσενικό

  1. πορτογαλικά , η πορτογαλική γλώσσα

Επίθετο

[επεξεργασία]

portugalski (pl)

  1. πορτογαλικός