potis
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- potis < (πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα) *pótis (κύριος, ιδιοκτήτης, σύζυγος). Συγγενή: (αρχαία ελληνική) πόσις και (σανσκριτικά) पति (páti).
Επίθετο[επεξεργασία]
potis (potis, potis, pote) (άκλιτο) Συγκριτικός: potior. Υπερθετικός: potissimus