poussière
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
poussière | poussières |
poussière (fr) θηλυκό
- η σκόνη
ενικός | πληθυντικός |
poussière | poussières |
poussière (fr) θηλυκό