praedico
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
praedico (la)
Αρχικοί χρόνοι
praedico, praedicavi, praedicatum, praedicare (1η συζυγία, κλίνεται κατά το amo)
praedico (la)
Αρχικοί χρόνοι
praedico, praedicavi, praedicatum, praedicare (1η συζυγία, κλίνεται κατά το amo)