pragmatique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pragmatique pragmatiques

pragmatique (fr) θηλυκό

  1. η πραγματολογία




Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pʁaɡ.ma.tik/

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pragmatique pragmatiques

pragmatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. πραγματιστικός

Συγγενικά[επεξεργασία]