present

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: présent

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός present
συγκριτικός more present
υπερθετικός most present

present (en)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
present presents

present (en)

  1. το παρόν
  2. (γραμματική) ο παροντικός χρόνος
     συνώνυμα: present tense

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
present presents

present (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας present
γ΄ ενικό ενεστώτα presents
αόριστος presented
παθητική μετοχή presented
ενεργητική μετοχή presenting

present (en)



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

present (sv)