pro-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- pro- < (λόγιο δάνειο) λατινική pro-. Εμφανίζεται σε σύνθετα με ενωτικό τον 19ο αιώνα.
Πρόθημα[επεξεργασία]
pro- (en)
- υπερ-
- prodemocratic (που είναι υπέρ της δημοκρατίας)
- pro-European (ευρωπαϊστής)
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- pro- < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική προ-
Πρόθημα[επεξεργασία]
pro- (en)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
επίσης:
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πρόθημα[επεξεργασία]
prō-