project
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά 1[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
project | projects |
project (en)
- το έργο, κάποια προγραμματισμένη εργασία που έχει σχεδιαστεί για να βρει πληροφορίες για κάτι, να παράγει κάτι νέο ή να βελτιώσει κάτι
- ↪ the last phase of a project - η τελευταία φάση ενός έργου
- ↪ This project will help the development of the area.
- Το έργο αυτό θα βοηθήσει στην ανάπτυξη της περιοχής.
- το εγχείρημα
- (βάσεις δεδομένων), (στο σχεσιακό μοντέλο) προβολή, τελεστής της σχεσιακής άλγεβρας [1]
- συγγενικά: select, rename operator
Προφορά 2[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | project |
γ΄ ενικό ενεστώτα | projects |
αόριστος | projected |
παθητική μετοχή | projected |
ενεργητική μετοχή | projecting |
project (en)
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Ευαγγελία Πιτουρά, «Το Σχεσιακό Μοντέλο και η Σχεσιακή Άλγεβρα», σελ. 60, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Προσπέλαση 2020-02-04
Πηγές[επεξεργασία]
- project (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- project (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 737. ISBN 9780194325684., λήμμα: προεξέχω