propagation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
propagation propagations

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

propagation (fr) θηλυκό