propriétaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
propriétaire propriétaires

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

propriétaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. o ιδιοκτήτης
  2. o σπιτονοικοκύρης, o νοικοκύρης

Συγγενικά

[επεξεργασία]