przedmiot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
przedmiot (pl) αρσενικό
- το αντικείμενο, το πράγμα
- (εκπαίδευση, νομικός όρος) το αντικείμενο, το θέμα
- το αντικείμενο, αυτό στο οποίο αναφερόμαστε