publication

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

publication (fr) θηλυκό

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

publication < (κληρονομημένο) μέση αγγλική publicacioun < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική publicacion < λατινική publicatio[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˌpʌblɪˈkeɪʃən/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
publication publications

publication (en)

  1. το δημοσίευμα (άρθρο, ειδικά επιστημονικό, που δημοσιεύεται)
  2. η δημοσίευση (η ενέργεια του δημοσιεύω)
  3. η έκδοση
  4. η γνωστοποίηση

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. publication, στο λεξικό Merriam-Webster