puella
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]puella (la)
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | puella | puellae |
γενική | puellae | puellārum |
δοτική | puellae | puellīs |
αιτιατική | puellam | puellās |
κλητική | puella | puellae |
αφαιρετική | puellā | puellīs |