purchase
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
purchase | purchases |
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αγορά, η ενέργεια του να αγοράζω
- το ψώνιο, κάτι που έχω αγοράσει
- ↪ It was a good purchase.
- Ήταν καλό ψώνιο.
- ↪ In the evening, he came back loaded with a big sack of purchases.
- Το βράδυ γύρισε φορτωμένος με μια μεγάλη σακούλα ψώνια.
- ↪ It was a good purchase.
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | purchase |
γ΄ ενικό ενεστώτα | purchases |
αόριστος | purchased |
παθητική μετοχή | purchased |
ενεργητική μετοχή | purchasing |
purchase (en)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- purchase (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- purchase (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 6-7. ISBN 9780194325684., λήμμα: αγορά