purification

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
purification purifications

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

purification (en)

  1. εξαγνισμός



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
purification purifications

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

purification (fr) θηλυκό

  1. εξαγνισμός
  2. αγνισμός