put back
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | put back |
γ΄ ενικό ενεστώτα | puts back |
αόριστος | put back |
παθητική μετοχή | put back |
ενεργητική μετοχή | putting back |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
put back (en)
- ρίχνω πίσω, αλλάζω κάτι σε μεταγενέστερη ώρα ή ημερομηνία
- βάζω πίσω, κινώ τους δείκτες ενός ρολογιού στη σωστή προηγούμενη ώρα
- ↪ I put the clock back 1 hour.
- Βάζω πίσω το ρολόι 1 ώρα.
- ↪ I put the clock back 1 hour.
Πηγές[επεξεργασία]
- put back - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 153, 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: βάζω, ρίχνω