pw
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pw < password
Συντομομορφή[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pw | pws |
pw (en)
- (πληροφορική) συντομογραφία του password
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αρχαία αιγυπτιακά (egy)[επεξεργασία]
Αντωνυμία[επεξεργασία]
pw
[επεξεργασία]
|