régime

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʁe.ʒim/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
régime régimes

régime (fr) αρσενικό

  1. το καθεστώς
  2. το διαιτολόγιο
  3. η μεταχείριση