révisionniste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
révisionniste révisionnistes

révisionniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ρεβιζιονιστής
  2. αναθεωρητής

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
révisionniste révisionnistes

révisionniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ρεβιζιονιστικός
  2. αναθεωρητικός