ramification
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ramification (en)
- επίπτωση, αντίκτυπος, συνέπειες, επιπτώσεις, επακόλουθα
- επίπτωση που περιπλέκει περισσότερο ένα πρόβλημα
- περαιτέρω προεκβολές γεγονότος (συνήθως προβλήματος μα όχι αναγκαστικά)
- παραγοντοποίηση αρχικής πηγής σε παράγωγα, διακλάδωση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ramification | ramifications |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ramification (fr) θηλυκό
- η διακλάδωση, η παραφυάδα
- des ramifications sous-terraines