recap
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- recap < περικοπή του recapitulate (< re- + capitulate)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | recap |
γ΄ ενικό ενεστώτα | recaps |
αόριστος | recapped |
παθητική μετοχή | recapped |
ενεργητική μετοχή | recapping |
recap (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)
- ανακεφαλαιώνω, συνοψίζω, επαναλαμβάνω συνοπτικά τα βασικά σημεία από ό,τι έχει λεχθεί προηγουμένως
- ↪ Let’s recap each of these kinds of measures.
- Ας ανακεφαλαιώσουμε καθένα από αυτά τα είδη μέτρων.
- ↪ Let’s recap each of these kinds of measures.
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
recap (en)
- (τεχνολογία, ανεπίσημο) αντικαθιστώ πυκνωτές (λ.χ. λόγω φθοράς) σε ηλεκτρονική συσκευή