refer to

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας refer to
γ΄ ενικό ενεστώτα refers to
αόριστος referred to
παθητική μετοχή referred to
ενεργητική μετοχή referring to

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
refer to < → δείτε τις λέξεις refer και to

refer to (en)

  1. αναφέρω, αναφέρομαι σε, υπαινίσσομαι, μνημονεύω ή μιλάω για κάποιον ή κάτι
    Don’t refer to this matter again.
    Μην αναφέρεις αυτό το θέμα ξανά./Μην αναφέρεσαι σε αυτό το θέμα ξανά.
    referring to your letter dated the 10th of May - αναφερόμενος στο γράμμα σας της 10 ης Μαΐου
    I was not referring to you when I said it.
    Δεν αναφερόμουν σε σας όταν είπα αυτό.
    Who are you referring to?
    Ποιον υπαινίσσεσαι;
  2. αναφέρομαι σε, αφορώ, πρόκειται για, περιγράφει ή συνδέεται με κάποιον ή κάτι
    These statements referred to the new bill.
    Αυτοί οι δηλώσεις αναφέρονταν στο νέο νομοσχέδιο.
    What I’m going to say refers to all of you.
    Ότι πω σας αφορά όλους.
    All questions referring to national defense…
    Όλα τα θέματα που αφορούν την εθνική άμυνα…
    It’s referring to our future.
    Πρόκειται για το μέλλον μας.
  3. συμβουλεύομαι, κοιτάζω κάτι ή ζητάω πληροφορίες από ένα άτομο
    The speaker referred to his notes many times.
    Ο ομιλητής συμβουλεύτηκε πολλές φορές τις σημειώσεις του.
     συνώνυμα: consult
  4. (πληροφορική) όταν μία οντότητα αναφέρεται (refer to) σε μία άλλη οντότητα (βλ. αναφορά)