refreshment

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
refreshment refreshments

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

refreshment (en)

  1. ανανέωση, αναζωογόνηση
  2. αναψυκτικό