repentir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
repentir (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
repentir (fr) αρσενικό
- η μετάνοια
- η θλίψη
- διόρθωση ενός πίνακα ζωγραφικής που γίνεται κατά τη διάρκεια της κατασκευής του
Συγγενικά[επεξεργασία]
Παλαιά γαλλικά (fro)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
repentir
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
cas sujet | repentirs | repentir |
cas régime | repentir | repentirs |
repentir αρσενικό
- η μετάνοια