res publica
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /reːs ˈpuː.bli.ka/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
res publica θηλυκό
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rēs pūblica | rēs pūblicae |
γενική | reī pūblicae | rērum pūblicārum |
δοτική | reī pūblicae | rēbus pūblicīs |
αιτιατική | rem pūblicam | rēs pūblicās |
κλητική | rēs pūblica | rēs pūblicae |
αφαιρετική | rē pūblicā | rēbus pūblicīs |