rest on
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | rest on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rests on |
αόριστος | rested on |
παθητική μετοχή | rested on |
ενεργητική μετοχή | resting on |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]rest on (en)
- βασίζομαι σε, στηρίζομαι σε
- ↪ His fame rests on his plays rather than his poetry.
- Η φήμη του βασίζεται στα θεατρικά του έργα μάλλον παρά στην ποίησή του.
- ↪ Our hopes are resting on you.
- Οι ελπίδες μας στηρίζονται σε σένα.
- ↪ His fame rests on his plays rather than his poetry.
- κοιτάζω κάποιον ή κάτι
- ↪ Her eyes rested on me.
- Τα μάτια της σταμάτησε πάνω μου.
- ↪ Her eyes rested on me.