reverence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

reverence (en)

  1. λατρεία, δέος, σεβασμός
  2. υπόκλιση
  3. τίτλος ιερωμένου
    your reverence - σεβασμιώτατε