ribolla
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ribolla | ribolle |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ribolla < ίσως λατινική rubeolus (κοκκινωπός)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ribolla (it) αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- ribolla - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).