rire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

rire (fr)

  1. γελώ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
rire rires

rire (fr) αρσενικό

  1. το γέλιο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]