rock
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rock | rocks |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rock (en)
Παράγωγα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- rock - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
- rock - Cambridge Dictionary online
- rock - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- rock - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rock (fr) αρσενικό