run off
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | run off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | runs off |
αόριστος | ran off |
παθητική μετοχή | run off |
ενεργητική μετοχή | running off |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
run off (en)
- φεύγω γρήγορα από κάπου, το σκάω, παίρνω δρόμο
- (ιδιωματισμός) κάνω φωτοαντίγραφα
- ↪ Can you run off some photocopies?
- Μπορείς να κάνεις φωτοαντίγραφα;
- ↪ Can you run off some photocopies?
- (για υγρό) χύνομαι
- ↪ The tea boiled and ran off into the saucer.
- Το τσάι ξεχείλισε και χύθηκε στο πιατάκι.
- ↪ The tea boiled and ran off into the saucer.
Πηγές[επεξεργασία]
- run off - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 643-644, 791-792. ISBN 9780194325684., λήμμα: παίρνω, σκάζω