run on
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | run on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | runs on |
αόριστος | ran on |
παθητική μετοχή | run on |
ενεργητική μετοχή | running on |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
run on (en)
- συνεχίζομαι χωρίς σταματημό, αδιάκοπα, συνεχόμενα
- ↪ The meeting ran on for three hours without a break.
- Η συνέλευση συνεχίστηκε για τρεις ώρες χωρίς κάποιο διάλειμμα.
- ↪ The meeting ran on for three hours without a break.