run over

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας run over
γ΄ ενικό ενεστώτα runs over
αόριστος ran over
παθητική μετοχή run over
ενεργητική μετοχή running over

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
run over < → δείτε τις λέξεις run και over

run over (en)

  • περνάω από πάνω κάποιου
    The truck ran over him.
    Το φορτηγό πέρασε από πάνω του.