rustique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
rustique rustiques

rustique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ρουστίκ
  2. ανθεκτικός στην κακοκαιρία
  3. άξεστος, απλοϊκός
  4. υποτυπώδης, απλός

Συγγενικά[επεξεργασία]