rybak
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- rybak < ryb}
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rybak (pl) αρσενικό
- ψαράς (άτομο που ψαρεύει)
rybak (pl) αρσενικό