scio

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
scio < sci + -o

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική scio scioj
αιτιατική scion sciojn

scio (eo)

laŭ nia scio, απ' ό,τι ξέρουμε
ekzameno pri scio de Esperanto, εξετάσεις γνώσης της εσπεράντο