sergent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sergent | sergents |
sergent (fr) αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) ο λοχίας
- (τεχνολογία) ο σφιγκτήρας ενός ξυλουργού
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- sergent de ville - αστυφύλακας
Σύνθετα[επεξεργασία]
Παλαιά γαλλικά (fro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
cas sujet | sergenz | sergent |
cas régime | sergent | sergenz |
sergent αρσενικό
- → δείτε τη λέξη serjant